λαθραιοπραγώ

λαθραιοπραγώ
λαθραιοπραγῶ, -έω (Α)
ενεργώ κρυφά, κάνω πράξεις μυστικές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθραῖος + -πραγῶ < -πραγία < θ. πραγ- (πρβλ. πέ-πραγ-α, παρακμ. τού πράσσω), πρβλ. δικαιο-πραγώ, κακο-πραγώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”